- πρόθεμα
- πρόθεμαpublic noticeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόθεμα, το — και πρόθημα το ατος, γράμμα πριν από το θέμα της λέξης, όπως π.χ. βδέλλα (α)βδέλλα, πλόκαμος (α)πλοκαμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόθεμα — το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν [προτίθημι] νεοελλ. φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. ἀ μείβω, ὄ νομα, ἐ ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α μάχη, α τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από… … Dictionary of Greek
διαμινο- — πρόθεμα οργανικών ενώσεων που δηλώνει την παρουσία δύο αμινικών μονάδων στο μόριό τους … Dictionary of Greek
μεθοξυ- — πρόθεμα που δηλώνει την ύπαρξη μεθοξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης η οποία ανήκει στην τάξη τών αιθέρων … Dictionary of Greek
ελ — Πρόθεμα αραβικών ονομάτων. Βλ. λ. αλ … Dictionary of Greek
μαστρο- — πρόθεμα σε κύριο όνομα τεχνίτη: Ο καλύτερος τεχνίτης είναι ο μαστρο Νικόλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθεμάτων — πρόθεμα public notice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθέματα — πρόθεμα public notice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθέματος — πρόθεμα public notice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek